- δαφνελαίου
- δαφνέλαιονoil of bayneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαφνικός — ή, ό [δάφνη] 1. (για στεφάνι) δάφνινος 2. φρ. «δαφνικό οξύ» κύριο συστατικό τού δαφνέλαιου, χρήσιμο στην αρωματοποιία … Dictionary of Greek